Wikipedia

Αποτελέσματα αναζήτησης

Πέμπτη 27 Οκτωβρίου 2016

ΠΩΣ ΕΖΗΣΑ ΤΗΝ ΠΡΩΤΗ ΜΕΡΑ ΤΟΥ ΠΟΛΕΜΟΥ ΤΟΥ 1940 ΣΤΟ ΝΗΣΙ ΜΟΥ

(Απόσπασμα από το υπό έκδοση βιβλίο του εκπαιδευτικού και συγγραφέα Παναγιώτη Πατέλλη «Παριανές ιστορίες από τον πόλεμο και την εχθρική κατοχή».)

            28 Οκτωβρίου 1940. Ξημέρωσε μια γλυκιά  φθινοπωρινή  μέρα.  Του Αγίου Δημητρίου  το  καλοκαιράκι  κρατούσε  ακόμα  και  η μικρή κωμόπολη που ήταν τότε  η   Παροικιά,  δεν  είχε καταλάβει ότι είχε έλθει το φθινόπωρο  και ο  χειμώνας  δεν ήταν  μακριά.
     Ήμουνα   μαθητής  της  Ε! τάξης του Δημοτικού.  Εκείνη τη σχολική χρονιά, 1940  - 1941, η τάξη μου, με τον αξέχαστο δάσκαλό μας Γιάννη Δρύλλη, στεγαζόταν στο «Σχολείο του Μηλιού», μαζί με την Δ΄. τάξη που είχε δάσκαλο, τον αείμνηστο Νίκο Κρητικό.  Στο «μεγάλο σχολείο», με  τον φροντισμένο  κήπο, το γυμναστήριο και  τις ωραίες «πράσινες αίθουσες», όπως αποκαλούσαμε  τα μεγάλα κτιστά «αλώνια» που χρησίμευαν  για υπαίθριες διδασκαλίες, πηγαίναμε  μόνο για το μάθημα της γυμναστικής  και  σ’ όλες  τις  εορταστικές  εκδηλώσεις.
     
        Εκείνο το πρωί της  28ης Οκτωβρίου 1940,  πήγαμε  στο σχολείο  μας,  μόλις κτύπησε η μικρή καμπάνα της Εκατονταπυλιανής, αυτή που κάθε πρωί κτυπούσε ο  επιστάτης του σχολείου, ο μακαρίτης  μπάρμπα - Γιάννης Σιλιντζήρης,  για  να ειδοποιήσει τα παιδιά ότι ήταν η  ώρα να πάνε στο σχολείο.  Συγκεντρωθήκαμε στην ανθισμένη  αυλή και περιμέναμε  το δυνατό  σφύριγμα από την σφυρίχτρα  του κυρίου Νίκου, όπως αποκαλούσαμε τον δάσκαλο Κρητικό, για να μπούμε στις αίθουσες και να αρχίσει το μάθημα. Η ώρα  όμως περνούσε και  σφύριγμα δεν ακουγόταν. Οι  δυο δάσκαλοι   καθόντουσαν  στο μικρό μπαλκόνι της πρώτης αίθουσας και  συζητούσαν ζωηρά για  πολλή ώρα.  Μας  είχαν κάνει  ιδιαίτερη  εντύπωση, η σοβαρότητα της κουβέντας τους, η ανησυχία τους και ο προβληματισμός τους! Δεν μπορούσαμε  όμως  να μαντέψουμε τον λόγο.

        Κάποτε ακούστηκε η σφυρίχτρα και όλοι μας τρέξαμε να συγκεντρωθούμε στις αίθουσες. Αυτή τη φορά ακούσαμε με ανακούφιση το σφύριγμα, γιατί πιστεύαμε ότι θα λυθεί  επιτέλους  το  μυστήριο  της  περίεργης  συμπεριφοράς των  δασκάλων μας. Ο δάσκαλος της δικής μας  τάξης, μας  ανακοίνωσε ότι, την ημέρα  εκείνη  δεν θα  κάναμε  μάθημα, αλλά  θα πηγαίναμε περίπατο στον Άγιο Δημήτρη, στη «Στέρνα» (2), για να τον προσκυνήσουμε, μια και  γιόρταζε  δυο  μέρες  πριν.

       Σχηματίσαμε γραμμή και ξεκινήσαμε. Είχαμε καταλάβει πως κάτι το πολύ σοβαρό πρέπει να συμβαίνει, δεν  μπορούσαμε  όμως να καταλάβουμε  τι.  Ούτε  τολμούσαμε να ρωτήσουμε τους  δασκάλους μας  γι’ αυτό.  Άλλα  εκείνα τα  χρόνια  και άλλες  οι  σχέσεις δασκάλων και μαθητών.  Προχωρούσαμε στον προορισμό  μας, χωρίς την χαρά  και τα τραγούδια που συνόδευαν πάντα τις εξορμήσεις μας στην εξοχή, κυρίως γιατί  γλυτώναμε το μάθημα.

      Σε  λίγο  φθάσαμε  στον  Άγιο Δημήτριο  της Στέρνας,  ένα  χιλιόμετρο, περίπου,  νότια  της  Παροικιάς.
       Με προτροπή των δασκάλων, μπήκαμε μέσα στο μικρό εκκλησάκι  που μοσχομύριζε  ακόμα από τα χρυσάνθεμα και τα άλλα λουλούδια της εποχής  με τα οποία ήταν στολισμένες οι εικόνες  του ξύλινου τέμπλου  για τη γιορτή.  Και τότε λύθηκε το μυστήριο!  

Ο δάσκαλός μας, με φωνή που έτρεμε από συγκίνηση, μίλησε στα παιδιά και των δύο τάξεων και μας είπε ότι, τα ξημερώματα εκείνης της μέρας η  Ιταλία, κήρυξε τον  πόλεμο στη Χώρα μας. Μας διηγήθηκε, στη συνέχεια, με  λίγα λόγια, το  περιστατικό της  επίσκεψης  του Ιταλού  πρέσβη στην Αθήνα, στον πρωθυπουργό της Ελλάδας  Ιωάννη Μεταξά, την απαίτηση της χώρας του να της παραδώσουμε ορισμένα εδάφη μας και την απάντηση του πρωθυπουργού, που ήταν ένα βροντερό  «ΟΧΙ». Τέλειωσε εκφράζοντας την πεποίθηση ότι όλοι οι Έλληνες, ενωμένοι, θα  πολεμήσουμε με όλες μας τις δυνάμεις, για την τιμή και την ανεξαρτησία  της  Πατρίδας μας!


     Τα λόγια του ήταν γεμάτα εθνικό παλμό!  Έφτασαν κατ’ ευθείαν στις παιδικές ψυχές  μας. ‘Όταν  μάλιστα  μας είπε να γονατίσουμε και να παρακαλέσουμε τον Θεό να ευλογήσει τα ελληνικά όπλα  για να διώξουμε αυτούς που θέλουν να αρπάξουν τη Χώρα μας, η συγκίνηση είχε ξεχειλίσει τις καρδιές μας!  Δεν ξέρω αν άλλη φορά  στη μακριά ζωή μου, έχω συγκλονιστεί τόσο πολύ σε προσευχή, όσο εκείνη την ημέρα, σ’ εκείνο το μικρό και απέριττο εκκλησάκι, που  γονατισμένος, μαζί  με τους συμμαθητές μου  και τον δάσκαλό μου, παρακαλούσα με όλη την δύναμη της ψυχής μου  τον Θεό  να  βοηθήσει την πατρίδα μου και να της δώσει τη νίκη! Και τότε  άρχισε πρώτος εκείνος και μετά όλοι εμείς μαζί του, να τραγουδούμε τον  Εθνικό  μας Ύμνο:
                                
                                 «…Απ’ τα  κόκκαλα  βγαλμένη των  Ελλήνων  τα  ιερά
                                 και  σαν  πρώτα  ανδρειωμένη, χαίρε, ώ  χαίρε  Λευτεριά! » 
     
       Απ’ τα μάτια όλων μας έτρεχαν καυτά δάκρυα και οι  καρδιές μας είχαν πλημμυρίσει  από αγάπη  στην πατρίδα μας  την Ελλάδα και από την ολόθερμη ευχή μας, να νικήσει  ο στρατός μας  τους εχθρούς της,  για να  είμαστε πάντα ελεύθεροι.  Και όταν ο δάσκαλός μας,  μας  είπε  ότι  θα έφευγε το ίδιο  βράδυ για τη Σύρο και από κει  για το μέτωπο, η  λύπη μας  μεγάλωσε πιο πολύ, και γιατί θα αποχωριζόμαστε τον αγαπημένο δάσκαλο  κι ακόμα  γιατί  είμαστε τόσο μικροί  και δεν  μπορούσαμε να πάμε και μεις στον  πόλεμο  μαζί  του, να  αγωνιστούμε  για  την Πατρίδα μας. 

      Επιστρέψαμε  συλλογισμένοι  στο σχολείο. Ο δάσκαλός μας, μας αποχαιρέτησε με ζεστά  λόγια και  εμείς, σαστισμένοι, σχεδόν χαμένοι, απ’ όσα  ζήσαμε  κείνη  τη μέρα, του ευχηθήκαμε απ’ την καρδιά μας  να  γυρίσει  γρήγορα  κοντά  μας  νικητής!

     Πέρασαν από τότε, εβδομήντα  έξι  χρόνια, κι  όμως  αυτή η μέρα  είναι χαραγμένη τόσο βαθειά στη μνήμη μου και την καρδιά μου, που νομίζω πως όλα  αυτά  που  έγιναν τότε, συνέβηκαν χθες!  Και  κάθε χρόνο  που γιορτάζουμε αυτή την επέτειο, όταν  παρακολουθώ  τις εορταστικές τελετές, μου έρχονται  στο νου όλα αυτά που έζησα εκείνη την αξέχαστη μέρα,  με τον  δάσκαλό  μου  και  τους συμμαθητές μου στο  μικρό εκκλησάκι του  Αγίου Δημητρίου  και τότε ένα ρίγος διαπερνά το σώμα μου, τόσο  δυνατό, που κάνει την καρδιά μου  να  φτεροκοπά!
        
        Τρέξαμε  στα  σπίτια  μας.  Το  μεγάλο νέο  είχε κυκλοφορήσει  παντού.  Όλη  η μικρή κωμόπολη  ήταν αναστατωμένη. Οι γεωργοί κατέβηκαν στη Χώρα για να βεβαιωθούν ότι δεν είναι διάδοση, αλλά αλήθεια και να μάθουν αν οι ίδιοι  ή τα παιδιά τους θα πήγαιναν στον πόλεμο. Τα δύο ή τρία ραδιόφωνα  που υπήρχαν  τότε  στην Παροικιά, άρχισαν να μεταδίδουν  την μεγάλη είδηση  και  το  πρώτο  πολεμικό  ανακοινωθέν του   Γενικού   Επιτελείου, μαζί   με   θούρια  και   πατριωτικά τραγούδια.  Γρήγορα τοιχοκολλήθηκαν στην Κοινότητα και στην Αστυνομία, οι διαταγές που όριζαν τις κλάσεις που ο Στρατός και το Ναυτικό, καλούσαν στα όπλα. 

Οι άνδρες, συντροφιές-συντροφιές σ’ όλο το μήκος του κεντρικού δρόμου, την «Αγορά», και  στα  καφενεία της παραλίας μιλούσαν – γιατί άλλο;- για τον πόλεμο, χωρίς να κρύβουν τον ενθουσιασμό τους, που η Ελλάδα μας θα πολεμούσε για την τιμή και την ανεξαρτησία της.  Οι  γυναίκες, μανάδες, σύζυγοι  ή  αδελφές  των  επιστράτων,  προσπαθούσαν να φανούν ψύχραιμες, και  έκρυβαν τη συγκίνησή τους, τα δάκρυά τους και την αγωνία τους, για τους δικούς τους ανθρώπους, που πολύ σύντομα θα έφευγαν για τα αφιλόξενα αλβανικά βουνά και  δεν ήξεραν αν τους σφίξουν ξανά στην αγκαλιά τους!

     Το απόγευμα της ίδιας μέρας  πέρασε έξω από το σπίτι μου ο δάσκαλός μου, με τη στολή  του ανθυπολοχαγού. Με πηλήκιο, με δερμάτινη εξάρτηση  και με μπότες, όπως απαιτούσε τότε η στολή των αξιωματικών του στρατού ξηράς. ‘Όταν τον είδα, λαχτάρησε  η  ψυχή  μου!  Η  καρδιά  μου γέμισε περίεργα συναισθήματα!  Στην αγάπη και τον σεβασμό  που  του είχα, προστέθηκαν τώρα  ο θαυμασμός και η υπερηφάνεια που ο δάσκαλός μου ήταν αξιωματικός και θα πολεμούσε τους εχθρούς της Πατρίδας μου, αλλά  και  η αγωνία μου για την τύχη που τον περίμενε στον πόλεμο.  Θα ξαναγύριζε, άραγε,  κοντά μας;

     Έτρεξα  κοντά  του.  Πήρα το χέρι του  και το φίλησα με δάκρυα στα μάτια!  Δεν μπόρεσα  να  του πω  λέξη!  Συγκινημένος και  κείνος  έσκυψε, με έκλεισε στην αγκαλιά του, με φίλησε στο μέτωπο κι έφυγε βιαστικός, χωρίς  να γυρίσει πίσω του,  χωρίς να  πει λέξη.  Τότε, από τα  χείλη  μου  βγήκαν  λίγες  λέξεις  που  δεν  ξέρω  αν  τις άκουσε:
       « Στο  καλό!   Η   Παναγία  μας  να  είναι  κοντά  σας » !-

    Σημείωση 2
 «Στέρνα», αποκαλούσαν  οι παλαιοί Παριανοί, μια πηγή που υπήρχε, στο βάθος στεγασμένου χώρου,  πολύ  κοντά στο εξωκλήσι του  Αγίου Δημητρίου, νότια της  Παροικιάς.  Μέχρι τα πρώτα μεταπολεμικά  χρόνια, που  δεν  υπήρχε  δίκτυο  ύδρευσης στην Παροικιά, πολλοί κάτοικοί της, χρησιμοποιούσαν  για τις ανάγκες τους, νερό από την πηγή αυτή. 

          Όταν πριν μερικές  δεκαετίες έγινε ο σημερινός  επαρχιακός  δρόμος  που οδηγεί από την Παροικιά, στο αεροδρόμιο και στα νότια χωριά του νησιού, η Στέρνα «θυσιάστηκε», το νερό της χάθηκε και τίποτε δεν θυμίζει πια, την παλιά πηγή. Πάντως, την γύρω περιοχή, ακόμα σήμερα, την αποκαλούν  « Στέρνα ».  

Δεν υπάρχουν σχόλια: